πέμπτος

πέμπτος
πέμπτος, η, ον, ([etym.] πέντε)
A fifth : with four others,

πέμπτος μετὰ τοῖσιν Od.9.335

;

π. αὐτός Th.1.61

,3.19; π. σπιθαμή, i.e. four cubits and a span, Hdt.2.106; ἐς π. μῆνα by the fifth month, Id.1.77; τὸ πέμπτον μέρος a fifth, Pl. Ap.36b, etc.; τὸ π., as Adv., for the fifth time, ὕπατοι, ὑπατεύων, D.S.19.77, Plu.Fab.19.
II ἡ πέμπτη (sc.ἡμέρα) the fifth day, Hes. Op.802, 803, Ar.Nu.1131.
b ἡ π. (sc. ὥρα) the fifth hour, Arr.Epict.1.1.29.
2 ἡ π. (sc. ὁδός), in the Roman camp, = via quintana, Plb.6.30.6.
3 ἡ π. tax of one-fifth, PLond.3.1107.5, al. (iii A.D.).
III τὸ π. σῶμα the fifth or celestial element, Philol.12, Placit.1.3.22; called π. στοιχεῖον ib.2.6.2; π. οὐσία ib.2.25.7, Phlp. in Ph. 9.29.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεμπτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτος — fifth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …   Dictionary of Greek

  • πεμπτός — ή, ό / πεμπτός, ή, όν, ΝΑ [πέμπω] σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • πέμπτος — η, ο αυτός που έρχεται στη σειρά μετά τον τέταρτο: Πέμπτος όροφος, πέμπτη τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέμπτα — πέμπτος fifth neut nom/voc/acc pl πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc/acc dual πέμπτᾱ , πέμπτος fifth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπτόν — πεμπτός sent masc acc sg πεμπτός sent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπται — πέμπτος fifth fem nom/voc pl πέμπτᾱͅ , πέμπτος fifth fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτον — πέμπτος fifth masc acc sg πέμπτος fifth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπτων — πέμπτος fifth fem gen pl πέμπτος fifth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπτούς — πεμπτός sent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”